χαμούρα

χαμούρα
η
γυναίκα τελευταίας υποστάθμης: Γιατί κάνεις παρέα μ' αυτή τη χαμούρα;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χάμουρα — η, Ν η σαγή τών αλόγων, τών ημιόνων κ.α. υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρουμαν. ham «σαγή ίππου» (πρβλ. πληθ. hamuri, καθώς και τον τ. hamurar «σαγματοποιός, λωροποιός»)] …   Dictionary of Greek

  • χαμούρα — η, Ν 1. γυναίκα κατώτατης ηθικής υποστάθμης 2. (ιδιωμ.) ερωμένη 3. υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. camura, θηλ. τού σπάνιου επιθ. camur «καμπύλος»] …   Dictionary of Greek

  • χάμουρα — τα η σαγή των αλόγων, η ιπποσκευή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αργυροφάλαρος — ἀργυροφάλαρος, ον (Α) (για άλογα) αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση στα χάμουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φάλαρα (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»] …   Dictionary of Greek

  • ιπποσκευή — η το σύνολο τής σαγής τού ίππου, κν. τα χάμουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκευή «εξοπλισμός, στολή»] …   Dictionary of Greek

  • χαμουρεύω — Ν [χαμούρα] (σχετικά με γυναίκα) ψαχουλεύω, βάζω χέρι, πασπατεύω …   Dictionary of Greek

  • χαμούρης — ο, Ν [χαμούρα] άνδρας ανήθικος …   Dictionary of Greek

  • ιπποσκευή — η τα χάμουρα του αλόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”